-
1 видно
видно 1. предик. 1) φαίνεται было хорошо \видно φαινόταν καλά его ещё не \видно δε φαίνεται ακόμη 2) (заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό 2. вводи, ел. πιθανό, καθώς φαίνεται \видно, он не придёт καθώς φαίνεται δε θα ρθει* * *1. предик.1) φαίνεταιбы́ло хорошо́ ви́дно — φαινόταν καλά
его́ ещё не ви́дно — δε φαίνεται ακόμη
2) ( заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό2. вводн. сл.πιθανό, καθώς φαίνεταιви́дно, он не придёт — καθώς φαίνεται δε θα ρθει
См. также в других словарях:
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek